Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απλοσύνη — ἁπλοσύνη, η η απλότητα … Dictionary of Greek
ἁπλοσύνης — ἁπλοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)